ἴωσ'

ἴωσ'
ἴωσι , εἶμι
ibo
pres subj act 3rd pl
ἴωσι , εἰμί
sum
pres subj act 3rd pl (doric)
ἴωσι , ἴωσις
refinement
fem voc sg
ἴ̱ωσο , ἰόομαι
become
plup ind mp 2nd sg
ἴ̱ωσο , ἰόομαι
become
perf imperat mp 2nd sg
ἴ̱ωσαι , ἰόομαι
become
perf ind mp 2nd sg
ἴωσαι , ἰόομαι
become
aor imperat mp 2nd sg
ἴ̱ωσα , ἰόω
become
aor ind act 1st sg
ἴ̱ωσο , ἰόω
become
plup ind mp 2nd sg
ἴ̱ωσο , ἰόω
become
perf imperat mp 2nd sg
ἴ̱ωσε , ἰόω
become
aor ind act 3rd sg
ἴ̱ωσαι , ἰόω
become
perf ind mp 2nd sg
ἴωσαι , ἰόω
become
aor imperat mid 2nd sg
ἴωσα , ἰόω
become
aor ind act 1st sg (homeric ionic)
ἴωσε , ἰόω
become
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἴωσ' — Ἴωσι , Ἴων the Ionians masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προανίστημι — Α [ἀνίστημι] 1. ανεγείρω κάτι προηγουμένως («δρυφάκτους προανίστησι τῶν τεκτόνων», Ιώσ.) 2. μέσ. προανίσταμαι α) παρασκευάζω κάτι για τον εαυτό μου («ὅσα κήπων προανεστήσαντο καὶ δένδρων οἱ οἰκήτορες», Ιώσ.) β) ξεκινώ σε αγώνα δρόμου πριν από… …   Dictionary of Greek

  • προσεξάπτω — Α 1. εξάπτω, ανάβω περισσότερο («βρονταὶ σκληραὶ προσεξαπτομένης ἀστραπῆς», Ιώσ.) 2. μτφ. διεγείρω περισσότερο («προσεξῆψαι τὴν ὀργήν», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • υπαγόρευση — η / ὑπαγόρευσις, ορεύσεως, ΝΜΑ [ὑπαγορεύω] νεοελλ. 1. απαγγελία κειμένου σε κάποιον ή σε κάποιους, συνήθως σε αργό ρυθμό, προκειμένου να γραφεί ή να επαναληφθεί προφορικά («διαβάζει σε ρυθμό υπαγόρευσης») 2. παρακίνηση, συμβουλή, νουθεσία («η… …   Dictionary of Greek

  • υποκόπτω — Α (κυριολ. και μτφ.) παραλύω (α. «ὑποκεκομμένοι τὰ νεῡρα», Ιώσ. β. «πάσας αὐτῶν ὑποκόπτεσθαι τὰς ἐλπίδας», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • Papyrus 1 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Papyrus 1 …   Wikipedia

  • Papyrus 1 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 1 …   Deutsch Wikipedia

  • Χάρων — I Λογογράφος, γιος του Πυθοκλή ή του Πυθέα, που ήκμασε λίγο πριν από τον Ηρόδοτο, επί Αρταξέρξη του A’. Ερεύνησε την ιστορία των ασιατικών λαών, και έγραψε Περσικά, Ελληνικά, Αιθιοπικά, Κρητικά, Λιβυκά, Κτίσεις πόλεων, Περίπλουν των εκτός των… …   Dictionary of Greek

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • έξαρθρος — ἔξαρθρος, ον (Α) 1. εξαρθρωμένος, αυτός που έπαθε λύση τής άρθρωσης, μετατόπιση τού άρθρου, τού οστού, εξάρθρωση («τοῡ δεξιοῡ σκέλους ἔξαρθρον γενέσθαι», Ιώσ.) 2. αυτός που έχει εξέχοντα τα άρθρα, κακώς σχηματισμένες τις αρθρώσεις («ἄλλοι γὰρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”